μολγός

μολγός
μολγός, ὁ (Α)
1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού
2. μοχθηρός
3. ακόλαστος, ασελγής
4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης
5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» — πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ.
β. «μολγὸν αἵνειν» — να δέρνει κανείς ασκό, Αριστοφ.
6. (ως θηλ.) ἡ μολγός
η ακόλουθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχ. καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. malaha, μέσ. άνω γερμ. malhe «δερμάτινη τσάντα», αρχ. νορβ. malr «σάκος», οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *molko- «δερμάτινος σάκος». Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από την Κάτω Ιταλία (Τάραντας) και συνδέεται με γοτθ. balgs «σάκος», ιρλδ. bolg, οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *blegh- «δέρμα, μαξιλάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μολγός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγοί — μολγός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγοῦ — μολγός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγούς — μολγός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγῶ — μολγός masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγῷ — μολγός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγόν — μολγός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • molko- —     molko     English meaning: leather pouch     Deutsche Übersetzung: “Ledersack, Ledertasche”     Material: O.H.G. malaha, M.H.G. malhe “Ledertasche”, O.Ice. malr ‘sack, bag”, Gk. tarent. μολγός ‘sack, bag from Rindsleder”; die Unstimmigkeit in …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Κυναμολγοί — Κυναμολγοί, οἱ (Α) 1. αρχαία λιβυκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή τού Ισημερινού 2. σκύλοι που τρέφονταν με γάλα αγελάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αμολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός] …   Dictionary of Greek

  • ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”